- προτεχνολόγημα
- προτεχνολόγ-ημα, ατος, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτεχνολόγημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [προτεχνολογῶ] το να προεισάγεις κάποιον σε μια τέχνη ή επιστήμη δίνοντάς του τις αναγκαίες προκαταρκτικές γνώσεις … Dictionary of Greek
προτεχνολογήμασιν — προτεχνολόγημα preliminary technical treatment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)